κακοπαντρεύω

κακοπαντρεύω
(Μ κακοπαντρεύω)
δίνω σε κάποιον ή κάποιαν σύζυγο που δεν τού ή τής ταιριάζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακοπαντρεύω — κακοπαντρεύω, κακοπάντρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακοπαντρεύω — κακοπάντρεψα, κακοπαντρεύτηκα, κακοπαντρεμένος, δίνω την κόρη μου σε κάποιον που δεν της ταιριάζει: Μάνα, με κακοπάντρεψες που μ έστειλες στον κάμπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”